Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 04, 2009
Τρίτη, Μαΐου 12, 2009
Από την συλλογή " Ζωή εκτός ωραρίου", Εκδόσεις Μελάνι
Η πανοραμική θέα των επιθυμιών
Το λιγότερο και το περισσότερο
πάντα στην αρένα
Κι αυτό που βρυχάται:
ο χρόνος
Κι αυτές που χειροκροτούν:
οι επιθυμίες
που σε πανοραμική θέα
διασκεδάζουν
με την τρομάρα των μονομάχων.
Μόνο με την ελπίδα μοιράζομαι όλα μου τα όνειρα
Η ελπίδα μου
αλητεύει
στα μέρη που της έδειξα
Ζηλεύω απεγνωσμένα
όταν με λεπτομέρειες μου διηγείται
πώς τα πέρασε
Την επόμενη μέρα της λέω:
θα έρθω μαζί σου
Όπως θέλεις απαντά
και κλείνει το φως να κοιμηθούμε.
Το μαγικό χαλί
Το αβέβαιο δεν έθεσε καμία προϋπόθεση
Το ενοίκιο ακριβό
και εμείς χωρίς δουλειά
νοικιάσαμε ό,τι κανείς δε ζητούσε:
Ένα παλιό χαλί
Μόνο εμείς πιστεύαμε ότι ήταν μαγικό.
Ο 21ος φρουρούμενος
Αυτός ο άνθρωπος
είναι απλός
σα βελονιά σε πολύχρωμο κέντημα
Έναν καφέ για πρωινό
Έναν πυροβολισμό κατάστηθα για δείπνο
Κοιμάται σαν πτώμα
Και ξυπνά πάντα φρουρούμενος
από ένα μεγάλο σολομό
που φορά χάρτινη περικεφαλαία
και κρατά τον ποταμό για δόρυ.
Τρίτη, Φεβρουαρίου 24, 2009
Από το βιβλίο " Μια νυξ δι' εν έτος", Εκδόσεις Μέλανι
Καθώς ξεπροβάλει η Άνοιξη
Καθώς ξεπροβάλει η Άνοιξη, έχω δυο υποθέσεις να τακτοποιήσω.
Πρώτον τα νέα βλαστάρια των δένδρων και κυρίως της μουριάς και δεύτερον να περιποιηθώ τα κλωνάρια και τα άνθη της κουτσουπιάς. Η μουριά με ενδιαφέρει γιατί ίσκιο παχύ κι ελαφρύ κρατά το καλοκαίρι και καρπούς όμορφους κάνει ζηλευτούς από ανθρώπους και ζωντανά. Η κουτσουπιά όμως, με ενδιαφέρει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, γιατί είναι το σημείο συνάντησης μου με τον Ιούδα.
Προσπαθώ ολοχρονίς να είναι όσο γίνεται καλύτερα λουλουδιασμένη την κατάλληλη στιγμή και τα κλωνάρια της νάναι γερά, λεία και ζωντανά, έτοιμα το βάρος και τους σπασμούς του μετανοήσαντος σώματος να αντέξουν.
Αφού έχω ολοκληρώσει όλες τις εργασίες, δηλαδή, ξεβοτάνισμα της ρίζας, καθάρισμα και κόψιμο των ξερών κλαδιών, άσπρισμα του κορμού και άνοιγμα του μονοπατιού που οδηγεί στο δένδρο, κάθομαι και τον περιμένω πλέκοντας τη θηλιά. Περιμένω ξάγρυπνος μέρα και νύχτα μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη έως ότου ο Ιούδας να φανεί.
Κάθε φορά τον ακούω από μακριά να πλησιάζει αγκομαχώντας. Λυσσομανά, οδύρεται και καταριέται τον εαυτό του. Ακούω αναφιλητά και οιμωγές καθώς σκίζεται μέσα στα βάτα και στα αγριόχορτα. Μυρίζω το αίμα από τα ματωμένα του πόδια, τη βαριά αναπνοή και τις στάλες του ιδρώτα.
Έρχεται, λέω, τη δική μου κουτσουπιά προτίμησε και φέτος. Μόλις φθάνει σε κακή κατάσταση, στέκεται για λίγο όρθιος εμπρός μου και μου υποδεικνύει το κλωνάρι που επιθυμεί να κρεμαστεί. Του δίνω την θηλιά, τη περνά στον λαιμό, γυρνά το βλέμμα του προς τον ουρανό, κάτι ψελλίζει και ρίχνεται στο κενό. Το σώμα του μετέωρο συσπάται και σταδιακά παραδίνεται σε πλήρη ακινησία. Τότε μαζεύω το σκοινί, χαλαρώνω την θηλιά και αποκαθηλώνω το ταλαιπωρημένο σώμα στη ρίζα του δένδρου. Τρεις μέρες το μοιρολογώ. Μετά το αποχωρίζομαι.
Συμφιλιωμένος με τύψεις και ενοχές, φορώντας ωραίο λευκό λινό πουκάμισο και κρατώντας μια κάτασπρη λαμπάδα περιδιαβαίνω τα εκκλησάκια το βράδυ της Ανάστασης. Αν και θα το ήθελα, γραβάτα δεν φορώ, δεν μπορώ. Με εμποδίζει το μελανό σημάδι τριγύρω στο λαιμό.
Πρώτον τα νέα βλαστάρια των δένδρων και κυρίως της μουριάς και δεύτερον να περιποιηθώ τα κλωνάρια και τα άνθη της κουτσουπιάς. Η μουριά με ενδιαφέρει γιατί ίσκιο παχύ κι ελαφρύ κρατά το καλοκαίρι και καρπούς όμορφους κάνει ζηλευτούς από ανθρώπους και ζωντανά. Η κουτσουπιά όμως, με ενδιαφέρει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, γιατί είναι το σημείο συνάντησης μου με τον Ιούδα.
Προσπαθώ ολοχρονίς να είναι όσο γίνεται καλύτερα λουλουδιασμένη την κατάλληλη στιγμή και τα κλωνάρια της νάναι γερά, λεία και ζωντανά, έτοιμα το βάρος και τους σπασμούς του μετανοήσαντος σώματος να αντέξουν.
Αφού έχω ολοκληρώσει όλες τις εργασίες, δηλαδή, ξεβοτάνισμα της ρίζας, καθάρισμα και κόψιμο των ξερών κλαδιών, άσπρισμα του κορμού και άνοιγμα του μονοπατιού που οδηγεί στο δένδρο, κάθομαι και τον περιμένω πλέκοντας τη θηλιά. Περιμένω ξάγρυπνος μέρα και νύχτα μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη έως ότου ο Ιούδας να φανεί.
Κάθε φορά τον ακούω από μακριά να πλησιάζει αγκομαχώντας. Λυσσομανά, οδύρεται και καταριέται τον εαυτό του. Ακούω αναφιλητά και οιμωγές καθώς σκίζεται μέσα στα βάτα και στα αγριόχορτα. Μυρίζω το αίμα από τα ματωμένα του πόδια, τη βαριά αναπνοή και τις στάλες του ιδρώτα.
Έρχεται, λέω, τη δική μου κουτσουπιά προτίμησε και φέτος. Μόλις φθάνει σε κακή κατάσταση, στέκεται για λίγο όρθιος εμπρός μου και μου υποδεικνύει το κλωνάρι που επιθυμεί να κρεμαστεί. Του δίνω την θηλιά, τη περνά στον λαιμό, γυρνά το βλέμμα του προς τον ουρανό, κάτι ψελλίζει και ρίχνεται στο κενό. Το σώμα του μετέωρο συσπάται και σταδιακά παραδίνεται σε πλήρη ακινησία. Τότε μαζεύω το σκοινί, χαλαρώνω την θηλιά και αποκαθηλώνω το ταλαιπωρημένο σώμα στη ρίζα του δένδρου. Τρεις μέρες το μοιρολογώ. Μετά το αποχωρίζομαι.
Συμφιλιωμένος με τύψεις και ενοχές, φορώντας ωραίο λευκό λινό πουκάμισο και κρατώντας μια κάτασπρη λαμπάδα περιδιαβαίνω τα εκκλησάκια το βράδυ της Ανάστασης. Αν και θα το ήθελα, γραβάτα δεν φορώ, δεν μπορώ. Με εμποδίζει το μελανό σημάδι τριγύρω στο λαιμό.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)